συνομιλώ Verb (0) |
συζητώ Verb (0) |
κουβεντιάζω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Noch keine Beispielsätze. |
Deutsche Synonyme |
---|
Noch keine deutschen Synonyme. |
Ähnliche Wörter |
---|
sich unterhalten lassen |
Noch keine Informationen zur Grammatik vorhanden.
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | συζητάω, συζητώ | συζητάμε, συζητούμε | συζητιέμαι | συζητιόμαστε |
συζητάς | συζητάτε | συζητιέσαι | συζητιέστε, συζητιόσαστε | ||
συζητάει, συζητά | συζητάν(ε), συζητούν(ε) | συζητιέται | συζητιούνται, συζητιόνται | ||
Imper fekt | συζητούσα, συζήταγα | συζητούσαμε, συζητάγαμε | συζητιόμουν(α) | συζητιόμαστε, συζητιόμασταν | |
συζητούσες, συζήταγες | συζητούσατε, συζητάγατε | συζητιόσουν(α) | συζητιόσαστε, συζητιόσασταν | ||
συζητούσε, συζήταγε | συζητούσαν(ε), συζήταγαν, συζητάγανε | συζητιόταν(ε) | συζητιόνταν(ε), συζητιούνταν, συζητιόντουσαν | ||
Aorist | συζήτησα | συζητήσαμε | συζητήθηκα | συζητηθήκαμε | |
συζήτησες | συζητήσατε | συζητήθηκες | συζητηθήκατε | ||
συζήτησε | συζήτησαν, συζητήσαν(ε) | συζητήθηκε | συζητήθηκαν, συζητηθήκαν(ε) | ||
Perf ekt | |||||
Plu perf ekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα συζητάω, | θα συζητάμε, | |||
θα συζητάς | θα συζητάτε | θα συζητιέσαι | θα συζητιέστε, | ||
θα συζητάει, | θα συζητάν(ε), | θα συζητιέται | θα συζητιούνται, | ||
Fut ur | θα συζητήσω | θα συζητήσουμε, | θα συζητηθώ | θα συζητηθούμε | |
θα συζητήσεις | θα συζητήσετε | θα συζητηθείς | θα συζητηθείτε | ||
θα συζητήσει | θα συζητήσουν(ε) | θα συζητηθεί | θα συζητηθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να συζητάω, | να συζητάμε, | να συζητιέμαι | να συζητιόμαστε |
να συζητάς | να συζητάτε | να συζητιέσαι | να συζητιέστε, | ||
να συζητάει, | να συζητάν(ε), | να συζητιέται | να συζητιούνται, | ||
Aorist | να συζητήσω | να συζητήσουμε, | να συζητηθώ | να συζητηθούμε | |
να συζητήσεις | να συζητήσετε | να συζητηθείς | να συζητηθείτε | ||
να συζητήσει | να συζητήσουν(ε) | να συζητηθεί | να συζητηθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | συζήτα, συζήταγε | συζητάτε | συζητιέστε | |
Aorist | συζήτησε, συζήτα | συζητήστε | συζητήσου | συζητηθείτε | |
Part izip | Pres | συζητώντας | |||
Perf | έχοντας συζητήσει, | συζητημένος, -η, -ο | συζητημένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | συζητήσει | συζητηθεί |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | κουβεντιάζω | κουβεντιάζουμε, κουβεντιάζομε | κουβεντιάζομαι | κουβεντιαζόμαστε |
κουβεντιάζεις | κουβεντιάζετε | κουβεντιάζεσαι | κουβεντιάζεστε, κουβεντιαζόσαστε | ||
κουβεντιάζει | κουβεντιάζουν(ε) | κουβεντιάζεται | κουβεντιάζονται | ||
Imper fekt | κουβέντιαζα | κουβεντιάζαμε | κουβεντιαζόμουν(α) | κουβεντιαζόμαστε, κουβεντιαζόμασταν | |
κουβέντιαζες | κουβεντιάζατε | κουβεντιαζόσουν(α) | κουβεντιαζόσαστε, κουβεντιαζόσασταν | ||
κουβέντιαζε | κουβέντιαζαν, κουβεντιάζαν(ε) | κουβεντιαζόταν(ε) | κουβεντιάζονταν, κουβεντιαζόντανε, κουβεντιαζόντουσαν | ||
Aorist | κουβέντιασα | κουβεντιάσαμε | κουβεντιάστηκα | κουβεντιαστήκαμε | |
κουβέντιασες | κουβεντιάσατε | κουβεντιάστηκες | κουβεντιαστήκατε | ||
κουβέντιασε | κουβέντιασαν, κουβεντιάσαν(ε) | κουβεντιάστηκε | κουβεντιάστηκαν, κουβεντιαστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω κουβεντιάσει | έχουμε κουβεντιάσει | έχω κουβεντιαστεί | έχουμε κουβεντιαστεί | |
έχεις κουβεντιάσει | έχετε κουβεντιάσει | έχεις κουβεντιαστεί | έχετε κουβεντιαστεί | ||
έχει κουβεντιάσει | έχουν κουβεντιάσει | έχει κουβεντιαστεί | έχουν κουβεντιαστεί | ||
Plu per fekt | είχα κουβεντιάσει είχα κουβεντιασμένο | είχαμε κουβεντιάσει είχαμε κουβεντισμένο | είχα κουβεντιαστεί ήμουν κουβεντιασμένος, -η | είχαμε κουβεντιαστεί ήμαστε κουβεντιασμένοι, -ες | |
είχες κουβεντιάσει είχες κουβεντιασμένο | είχατε κουβεντιάσει είχατε κουβεντιασμένο | είχες κουβεντιαστεί ήσουν κουβεντιασμένος, -η | είχατε κουβεντιαστεί ήσαστε κουβεντιασμένοι, -ες | ||
είχε κουβεντιάσει είχε κουβεντιασμένο | είχαν κουβεντιάσει είχαν κουβεντιασμένο | είχε κουβεντιαστεί ήταν κουβεντιασμένος, -η, -ο | είχαν κουβεντιαστεί ήταν κουβεντιασμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα κουβεντιάζω | θα κουβεντιάζουμε, | θα κουβεντιάζομαι | θα κουβεντιαζόμαστε | |
θα κουβεντιάζεις | θα κουβεντιάζετε | θα κουβεντιάζεσαι | θα κουβεντιάζεστε, | ||
θα κουβεντιάζει | θα κουβεντιάζουν(ε) | θα κουβεντιάζεται | θα κουβεντιάζονται | ||
Fut ur | θα κουβεντιάσω | θα κουβεντιάσουμε, | θα κουβεντιαστώ | θα κουβεντιαστούμε | |
θα κουβεντιάσεις | θα κουβεντιάσετε | θα κουβεντιαστείς | θα κουβεντιαστείτε | ||
θα κουβεντιάσει | θα κουβεντιάσουν(ε) | θα κουβεντιαστεί | θα κουβεντιαστούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω κουβεντιάσει θα έχω κουβεντιασμένο | θα έχουμε κουβεντιάσει θα έχουμε κουβεντιασμένο | θα έχω κουβεντιαστεί θα είμαι κουβεντιασμένος, -η | θα έχουμε κουβεντιαστεί | |
θα έχεις κουβεντιάσει θα έχεις κουβεντιασμένο | θα έχετε κουβεντιάσει θα έχετε κουβεντιασμένο | θα έχεις κουβεντιαστεί θα είσαι κουβεντιασμένος, -η | θα έχετε κουβεντιαστεί θα είστε κουβεντιασμένοι, -ες | ||
θα έχει κουβεντιάσει θα έχει κουβεντιασμένο | θα έχουν κουβεντιάσει θα έχουν κουβεντιασμένο | θα έχει κουβεντιαστεί θα είναι κουβεντιασμένος, -η, -ο | θα έχουν κουβεντιαστεί θα είναι κουβεντιασμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να κουβεντιάζω | να κουβεντιάζουμε, | να κουβεντιάζομαι | να κουβεντιαζόμαστε |
να κουβεντιάζεις | να κουβεντιάζετε | να κουβεντιάζεσαι | να κουβεντιάζεστε, | ||
να κουβεντιάζει | να κουβεντιάζουν(ε) | να κουβεντιάζεται | να κουβεντιάζονται | ||
Aorist | να κουβεντιάσω | να κουβεντιάσουμε, | να κουβεντιαστώ | να κουβεντιαστούμε | |
να κουβεντιάσεις | να κουβεντιάσετε | να κουβεντιαστείς | να κουβεντιαστείτε | ||
να κουβεντιάσει | να κουβεντιάσουν(ε) | να κουβεντιαστεί | να κουβεντιαστούν(ε) | ||
Perf | να έχω κουβεντιάσει να έχω κουβεντιασμένο | να έχουμε κουβεντιάσει | να έχω κουβεντιαστεί | να έχουμε κουβεντιαστεί | |
να έχεις κουβεντιάσει | να έχετε κουβεντιάσει να έχετε κουβεντιασμένο | να έχεις κουβεντιαστεί να είσαι κουβεντιασμένος, -η | να έχετε κουβεντιαστεί να είστε κουβεντιασμένοι, -ες | ||
να έχει κουβεντιάσει να έχει κουβεντιασμένο | να έχουν κουβεντιάσει να έχουν κουβεντιασμένο | να έχει κουβεντιαστεί | να έχουν κουβεντιαστεί | ||
Imper ativ | Pres | κουβέντιαζε | κουβεντιάζετε | κουβεντιάζεστε | |
Aorist | κουβέντιασε | κουβεντιάστε | κουβεντιάσου | κουβεντιαστείτε | |
Part izip | Pres | κουβεντιάζοντας | κουβεντιαζόμενος | ||
Perf | έχοντας κουβεντιάσει, | κουβεντιασμένος, -η, -ο | κουβεντιασμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | κουβεντιάσει | κουβεντιαστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.